- αναφλεκτήρας
- αναφλεκτήρας, ο και αναφλέκτης, ο(αλλιώτικα μπουζί), όργανο με το οποίο προκαλείται ανάφλεξη σε μια μηχανή, ιδιαίτερα στις μηχανές εσωτερικής καύσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.