αναφλεκτήρας

αναφλεκτήρας
αναφλεκτήρας, ο και αναφλέκτης, ο
(αλλιώτικα μπουζί), όργανο με το οποίο προκαλείται ανάφλεξη σε μια μηχανή, ιδιαίτερα στις μηχανές εσωτερικής καύσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναφλεκτήρας — ο [αναφλέγω] διάταξη που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ανάφλεξη, αναπτήρας, πυροδότης …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • μπουζί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 109 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * το άκλ. ο ηλεκτρικός αναφλεκτήρας τών μηχανών εσωτερικής καύσης, αλλ. σπινθηριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φλεκτήρας — ο, Ν αναφλεκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω + κατάλ. τήρας*] …   Dictionary of Greek

  • μπουζί — το (λ. γαλλ.), εξάρτημα του αυτοκινήτου, ο σπινθηριστής, ο ηλεκτρικός αναφλεκτήρας της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”